- ἀκκῶ
- ἀκκώbogeyfem nom/voc/acc dual (doric aeolic)ἀκκώbogeyfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκκώ — bogey fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακκώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Αθηναία ή Σαμία, που έγινε παροιμιώδης για τις ανοησίες της. Ενώ κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη, μιλούσε με την εικόνα της και έκανε διάφορες κινήσεις, που έδωσαν αφορμή για τη δημιουργία του ρήματος ακκίζομαι. * * *… … Dictionary of Greek
ἀκκοῦς — ἀκκώ bogey fem nom/voc pl ἀκκώ bogey fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
akkā — akkā English meaning: “mother (children’s speech)” Deutsche Übersetzung: “Mutter” (Lallwort) Material: O.Ind. akkü “mother” (gram.), Gk. ᾽Ακκώ “ nurse of Demeter “, ἀκκώ “ ghost “, ἀκκίζεσθαι “ be coy, position oneself stupidly “ … Proto-Indo-European etymological dictionary
ακκίζομαι — (Α ἀκκίζομαι) 1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα τό επιθυμώ, «κάνω νάζια» 2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκκὼ( οῦς)*. ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός μσν.… … Dictionary of Greek
μορμώ — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να … Dictionary of Greek